ἀπολωλώς

ἀπολωλώς
ἀπόλλυμι
destroy utterly
perf part act masc nom/voc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ουλόμενος — οὐλόμενος, ένη, ον (Α) (ποιητ. τ. αντί ὀλόμενος) 1. καταραμένος, ολέθριος, θανατηφόρος, καταστρεπτικός («γῆράς τ οὐλόμενον», Ησίοδ.) 2. κατεστραμμένος, χαμένος, απολωλώς 3. δυστυχής «στυγερὸς γάμος ἀντιβολήσει οὐλομένης ἐμέθεν», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ …   Dictionary of Greek

  • πελελός — και πελός, ή, ό τρελός, παλαβός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ἀπολωλώς, μτχ. τού ἀπόλλυμι (πρβλ. και λ. παλαβός)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”